χαρωπά

χαρωπά
χαρωπός
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγλαομειδής — ἀγλαομειδής, ές (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που χαμογελά εύθυμα, χαρωπά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μειδιῶ ή μεῖδος] …   Dictionary of Greek

  • χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… …   Dictionary of Greek

  • Κρόκος, Γεώργιος — (Χίος 1916 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μαράσλειο Ακαδημία, στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Εθνικό Ωδείο (Βυζαντινή Μουσική) και στο Ωδείο Αθηνών (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • χαρωπός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που τα μάτια του εκφράζουν χαρά, αυτός που εκδηλώνει τη χαρά του με το βλέμμα του. 2. χαρούμενος, εύθυμος, γελαστός: Τραγουδούσαν χαρωπά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”